- συναγοράσας
- συναγορά̱σᾱς , συναγοράζωbuy upfut part act fem acc pl (doric)συναγορά̱σᾱς , συναγοράζωbuy upfut part act fem gen sg (doric)συναγοράσᾱς , συναγοράζωbuy upaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.